καταλογιστός

καταλογιστός
-ή, -ό
1. αυτός στον οποίο μπορεί να αποδοθεί ευθύνη
2. το ουδ. ως ουσ. το καταλογιστό(ν)
η ηθική ή νομική υπαιτιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταλογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κωνσταντίνο Ν. Κωστή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”